πετρογενής

πετρογενής
-ές, Μ
1. (για νερό) αυτός που γεννιέται, που αναβλύζει από την πέτρα
2. προσωνυμία τού Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πετρογενῆ — πετρογενής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πετρογενής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πετρογενής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρογενές — πετρογενής masc/fem voc sg πετρογενής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Мифра — (Mithra, произносится приблизительно как мисра) древнее иранское божество, восходящее, как и древнеиндийский Митра (см.), к индоиранскому периоду. Религиозная реформа Заратуштры (см. Парсизм) не внесла М. в число высших богов Амешаспентов… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”